- μυριακός
- μυριακός, -ή, -όν (Α) [μύριοι]ο προορισμένος για τους μυρίους πολίτες που είχαν πλήρη δικαιώματα («ἀρχαὶ μυριακαὶ», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… … Dictionary of Greek